υψιποδισμός

υψιποδισμός
και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Ν
βηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + -ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υψιποδισμός — ο βηματισμός του αλόγου, όπου τα πόδια του υψώνονται πέρα από το συνηθισμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψηποδισμός — ο, Ν (εσφ. γρφ.) βλ. υψιποδισμός …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”