- υψιποδισμός
- και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Νβηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + -ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].
Dictionary of Greek. 2013.